- ὑπομενετός
- ὑπομενε-τός, ή, όν,A endurable, ib.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομενετός — και ὑπομενητός, ή, όν, Α [ὑπομένω] υποφερτός … Dictionary of Greek
ὑπομενετά — ὑπομενετός endurable neut nom/voc/acc pl ὑπομενετά̱ , ὑπομενετός endurable fem nom/voc/acc dual ὑπομενετά̱ , ὑπομενετός endurable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομενετικός — ή, όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, ή, όν, Α [ὑπομενετός / ὑπομενητός] ὑπομονετικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν η ιδιότητα τού υπομονετικού αρχ. επίμονος, πεισματάρης … Dictionary of Greek
υπομενητός — ή, όν, Α βλ. ὑπομενετός … Dictionary of Greek
ὑπομενετέων — ὑπομενετέον one must sustain masc/neut gen pl ὑπομενετέος masc/fem/neut gen pl ὑπομενετός endurable masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)